- φαιδρυντής
- φαιδρυντήςcleansermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… … Dictionary of Greek
φαιδρυνταί — φαιδρυντής cleanser masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυντοῦ — φαιδρυντής cleanser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυντικός — ή, ό / φαιδρυντικός, ή, όν, ΝΑ [φαιδρυντής] αυτός που προκαλεί φαιδρότητα … Dictionary of Greek
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
φαιδρύντρια — ἡ, Α βλ. φαιδρυντής … Dictionary of Greek
φαιδυντής — ὁ, Α βλ. φαιδρυντής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαιδρός] … Dictionary of Greek
φεδυντής — ὁ, Α βλ. φαιδρυντής … Dictionary of Greek
φαιδρύντρια — washer fem nom/voc sg φαιδρυντής cleanser fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)